- κρησφύγετον
- κρησφύγετονplace of refugeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρησφυγέτου — κρησφύγετον place of refuge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρησφύγετα — κρησφύγετον place of refuge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α … Dictionary of Greek
стреха — крыша (соломенная) , южн., зап., вятск. (Даль), укр. стрiха, блр. стреха, др. русск., ст. слав. стрѣха (Супр.), болг. стряха (Младенов 614), сербохорв. стре̏ха выступ кровли , словен. strẹhа крыша , чеш. střecha – то же, слвц. strecha, польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κρησφύγιον — κρησφύγιον, τὸ (Μ) κρησφύγετο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη όπως και το κρησφύγετον, με διαφορετικό όμως επίθημα ( ιον αντί ετον)] … Dictionary of Greek